Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

δίκην εἰπεῖν

  • 1 Leave

    subs.
    Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.
    Get leave to introduce a suit: P. δίκην λαγχάνειν.
    Get leave to speak: P. λόγου τυγχάνειν.
    Take leave of: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.), χαίρειν λέγειν (acc.), Ar. and P. χαίρειν κελεύειν (acc.), V. χαίρειν καταξιοῦν (acc.).
    Take a friendly leave of: V. φλως εἰπεῖν (acc.).
    Take leave of one's senses: P. and V. ἐξίστασθαι; see be mad.
    By your leave: P. and V. εἴ σοι δοκεῖ ( if it seems good to you).
    ——————
    v. trans.
    Quit: P. and V. λείπειν, πολείπειν, ἐκλείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, μείβειν (Plat. but rare P.), P. μεταλλάσσειν, V. ἐκλιμπνειν, ἐξαμείβειν.
    Leave vacant: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.
    You have left no hope among us: V. οὐδʼ ἐλλέλοιπας ἐλπίδα (Eur., El. 609).
    Bequeath: Ar. and P. καταλείπειν, V. λείπειν (Eur., Alc. 688).
    Leave alone, let be: P. and V. ἐᾶν.
    Leave behind: Ar. and B. πολείπειν.
    Be left behind ( in a contest): P. and V. λείπεσθαι, V. ἐλλείπεσθαι, Ar. and P. πολείπεσθαι.
    Leave for decision: see leave to.
    Leave go of: P. and V. μεθιέναι (acc.), φιέναι (acc.), φεσθαι (gen.), Ar. and V. μεθεσθαι (gen.).
    Leave in ( a place): P. ἐγκαταλείπειν (absol.).
    Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, Ar. and P. προϊέναι (or mid.).
    Leave off: v. trans., P. and V. μεθιέναι; v. intrans., see Cease.
    Leave out: P. and V. παραλείπειν (Eur., Hel. 773), παριέναι, ἐκλείπειν, ἐλλείπειν.
    Be left over: Ar. and V. περιλείπεσθαι; see Remain.
    Leave to (for decision, etc.): Ar. and P. ἐπιτρέπειν (τί τινι), V. παριέναι (τί τινι); see Refer.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Leave

См. также в других словарях:

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»